μυθώδη

μυθώδη
μῡθώδη , μυθώδης
legendary
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
μῡθώδη , μυθώδης
legendary
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
μῡθώδη , μυθώδης
legendary
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μυθώδης — ες (Α μυθώδης, ῶδες) [μύθος] αυτός που μοιάζει με μύθο, ο πλαστός («καὶ τὰ περὶ Κοίρανον ὄντα μυθώδη πίστιν ἔσχε», Πλούτ.) νεοελλ. μτφ. αυτός που υπερβαίνει τα όρια τής πραγματικότητας, υπερβολικός, αφάνταστος, αμύθητος, παροιμιώδης («μυθώδη… …   Dictionary of Greek

  • μυθωδικός — μυθωδικός, ή, όν (Μ) [μυθώδης] αυτός που ασχολείται με τα μυθώδη πράγματα ή αυτός που είναι σχετικός με τα μυθώδη πράγματα …   Dictionary of Greek

  • PERIEGETAE — quinam communiter, dicti, vide supra. Alii sunt, quorum meminit Plut. de Pythiae Oraculis, Υ῾κολαβὼν οὗν ὀ Θεὼν, ἀλλὰ καὶ νȏν εἶπεν ὦ παῖ δοκοῦμεν ἐπηρέια} τινὶ τοὺς Περιηγητὰς ἀφαιρεῖςθαι τὸ οἰκεῖον ἔργον ἔασον οὖν γενέςθαιαι τὸ τοιοῦτο πρότερον …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προσπλέκω — ΜΑ πλέκω, συμπλέκω κάτι με κάτι άλλο μσν. παθ. προσπλέκομαι α) (για φίδια) ζευγαρώνω β) προσκολλώμαι σε κάτι αρχ. 1. αναμιγνύω κάτι με ένα φαρμακευτικό παρασκεύσμα 2. παθ. α) εμπλέκομαι σε κάτι («μυθώδη τινὰ προσπλέκεται τοῑς λεγομένοις», Στράβ.) …   Dictionary of Greek

  • Αχμεδιέ — Το μεγαλύτερο τζαμί της Κωνσταντινούπολης. Βρίσκεται στη συνοικία Σουλτάν Αχμέτ, κοντά στον Βυζαντινό Ιππόδρομο, και είναι ορατό από πολύ μακριά από τη θάλασσα του Μαρμαρά, εξαιτίας των ψηλών μιναρέδων του. Χτίστηκε επί σουλτάνου Αχμέτ Α’ (1603… …   Dictionary of Greek

  • Γκίκας — I Φαναριώτικη οικογένεια αλβανικής καταγωγής. Πολλά από τα μέλη της τιμήθηκαν με σημαντικά αξιώματα από τους σουλτάνους της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους πρώτους κιόλας αιώνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. 1. Γεώργιος Ματθίας (1590 – …   Dictionary of Greek

  • Καρχηδόνα — Αρχαία πόλη της Αφρικής. Ιδρύθηκε από Φοίνικες αποίκους της Τύρου και της Κύπρου πιθανώς το 814 π.Χ., 18 χλμ. ΒΑ της σημερινής Τύνιδας. Η παράδοση αναφέρει ότι επικεφαλής τους ήταν η βασίλισσα της Τύρου Έλισα (η Διδώ του Βιργίλιου), που έφυγε από …   Dictionary of Greek

  • Λόντον, Τζακ — (Jack London, Σαν Φρανσίσκο 1876 – Γκλεν Έλεν, Καλιφόρνια 1916). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Αμερικανού συγγραφέα Τζον Γκρίφιθ (John Griffith). Εξώγαμο παιδί ενός πλανόδιου αστρολόγου, έζησε χαοτική και περιπετειώδη ζωή, πολλές φορές αλητεύοντας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”